ζαπυρος

ζαπυρος
    ζάπυρος
    ζά-πῠρος
    2
    (ᾰ) огненный, пламенный
    

(ζάπυροι ἕλικες στεροπῆς Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζαπυρος" в других словарях:

  • ζάπυρος — ζάπυρος, ον (Α) διάπυρος («ἕλικες δ ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ πυρος, μελάμ πυρος] …   Dictionary of Greek

  • ζαπύροις — ζάπυρος very fiery masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάπυροι — ζάπυρος very fiery masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»